- φαγιλος
- φάγιλοςφάγῐλος(ᾰ) ὅ ягненок или козленок, предполож. съедобный, т.е. достигший убойного возраста Arst. ap. Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φάγιλος — a lamb masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάγιλος — και φαγηλός, ὁ, Α μικρό αρνί που έχει μεγαλώσει τόσο, ώστε να μπορεί να φαγωθεί, αρνάκι τού γάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αόρ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + επίθημα ιλο ς (πρβλ. πτ ίλο ν)] … Dictionary of Greek
φαγίλους — φάγιλος a lamb masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγίλων — φάγιλος a lamb masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάγιλον — φάγιλος a lamb masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PASCUA — unicum Romanorum vectigal aliquandiu fuit. Plain. l. 18. c. 3. Agrum male colere, Censorium probrum iudicabatur Etiam nunc in tabulis Censortis pascua dicuntur omnia, ex quibus populus reditus habet, quia diu hoc solum vectigal fuerat. Et quidem… … Hofmann J. Lexicon universale
φαναός — ὁ, Α φάγιλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρείται ως άλλος τ. τού φάγιλος] … Dictionary of Greek
φαγηλός — ὁ, Α βλ. φάγιλος … Dictionary of Greek
φανυλός — ὁ, Α βλ. φάγιλος … Dictionary of Greek